- αγρόπυρο
- (agropyron). Φυτό, του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική. Υπάρχουν 60 είδη α., από τα οποία 10 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το συνηθέστερο είναι το γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. το έρπον.Ένα άλλο είδος, το α. το κρητικό,είναι ενδημικό αποκλειστικά της Κρήτης. Είναι μονοετής πόα, με ρίζα ινώδη και καλάμι λεπτό, λείο, ύψους 30-70 εκ., με φύλλα στενά, με νευρώσεις που προεξέχουν. Φυτρώνει σε άγονες, χέρσες εκτάσεις. Ονομάζεται και άγνωστο.
Dictionary of Greek. 2013.